- παραθαρρύνας
- παραθαρρύ̱νᾱς , παραθαρσύνωemboldenaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιακινώ — έω, Α θέτω κάτι σε κίνηση από πριν 2. διεγείρω, ξεσηκώνω κάποιον ή κάτι από πριν («προδιακινήσας καὶ παραθαρρύνας τινὰς τῶν ἀμεινόνων», Ιώσ.) … Dictionary of Greek